πρόσκαυσις

πρόσκαυσις
πρόσκαυσις
burning
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρόσκαυσις — αύσεως, ἡ, Α [προσκαίω] 1. (για ψωμί και άλλα εδέσματα) το κάψιμο τής επιφάνειας ή τής κόρας 2. μτφ. ζωηρός ζήλος, ένθερμος πόθος …   Dictionary of Greek

  • πρόσκαυσιν — πρόσκαυσις burning fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”